Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ για το κίνημα διαμαρτυρίας του αγροκτηνοτροφικού κόσμου και την αναγκαιότητα της αγροοικολογίας

 


Στην Ιταλία φθάσανε μέχρι τους χώρους του Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, στην Γαλλία έως τον πύργο του Άιφελ, στις Βρυξέλλες πέταξαν αυγά και χορταρικά στο ευρωκοινοβούλιο…. Από τις αρχές Ιανουαρίου και εντεύθεν, το κίνημα διαμαρτυρίας των αγροτών σε όλη την Ευρώπη θέτει σε πλήρη αμφισβήτηση την συνολική Κοινή Αγροτική Πολιτική - ΚΑΠ, επαναφέρει στο προσκήνιο τα διαχρονικά του αιτήματα αλλά, κυρίως, εναντιώνεται κατηγορηματικά στο παράδειγμα ενός «ρηχού» περιβαλλοντισμού που προσπαθεί να επιβάλλει οριζόντια τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς του, είτε σε μικρές είτε σε μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις, είτε σε επιχειρήσεις κλίμακας χωριού, είτε σε επιχειρήσεις του απέραντου γερμανικού κάμπου. Και αυτό, στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα αρνητικής συγκυρίας για την αγροκτηνοτροφία και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας όσων παράγουν τρόφιμα - παραμελημένων εδώ και 10ετίες από την πολιτική - όπου :
μια χούφτα χρηματοοικονομικοί όμιλοι και πολυεθνικές ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής τροφίμων: σπόροι, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, γενετική βελτίωση παραγωγικών ζώων, μεταποίηση πρώτων υλών, διανομή και,
το 80% των επιδοτήσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής - ΚΑΠ ανταμείβει την εντατική αγροκτηνοτροφία μερικών μεγάλων εταιρειών και μόνο το 20% την παραγωγή των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
 
Όχι τυχαία, το κίνημα των αγροτών θεωρεί ότι παρόμοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες - άκριτης επιβολής περιβαλλοντικών περιορισμών στην ήδη προβληματική τους κατάσταση - θα συμβάλλουν «στη ρήξη μεταξύ αγροκτηνοτροφικής παραγωγής, κοινωνίας και πολιτικής», στρέφεται άδικα ενάντια στην οικολογική μετάβαση και στα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και ζητά :
1. Την αναθεώρηση και απλοποίηση της νομολογίας της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής - ΚΑΠ, ως ξένης με την πραγματικότητα των παραγωγικών κατηγοριών που ενδιαφέρει.
2. Την απαγόρευση της εισαγωγής αγροτικών προϊόντων από χώρες με παραγωγικά και υγειονομικά στάνταρντ πιο ελαστικά από εκείνα των κρατών μελών της ΕΕ.
3. Την μείωση ή και την απάλειψη του ΦΠΑ σε ορισμένα προϊόντα πρώτης ανάγκης.
4. Τη διατήρηση της φορολογικής απαλλαγής στα καύσιμα για αγροτική χρήση, τα οποία, σε ορισμένα κράτη ΕΕ, έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως «περιβαλλοντικά επιζήμια».
5. Την κατάργηση της υποχρέωσης να αφήνεται ακαλλιέργητο το 4% της καλλιεργούμενης έκτασης, έτσι ώστε να προάγεται η βιοποικιλότητα του εδάφους, μολονότι η σχετική νόρμα δεν τέθηκε ακόμη σε ισχύ λόγω της ενεργειακή κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία.
6. Τον περιορισμό της άγριας φύσης και, σε περίπτωση ζημιάς, η αποζημίωση να επιβαρύνει το κράτος.
7. Την απαγόρευση των τεχνιτών προϊόντων - όπως το τεχνητό κρέας ή και τα άλευρα από έντομα - καθόσον επικίνδυνα ανταγωνιστικά στα παραδοσιακά τους προϊόντα.
8. Την κατάργηση της προβλεπόμενης μείωσης της χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων.
9. Την απόρριψη της όποιας πρότασης αναγωγής της εντατικής κτηνοτροφίας σε βιομηχανία από την σκοπιά των παραγόμενων αέριων ρύπων.
10. Την συγκρότηση επιτροπών «πραγματικών αγροτών» που θα γνωμοδοτεί για κάθε τροποποίηση ή και θεσμοθέτηση οδηγιών σχετικών με τον αγροκτηνοτροφικό τομέα.
 
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική - ΚΑΠ καθορίστηκε το 1962 από τα ιδρυτικά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης - ΓαλλίαΙταλίαΓερμανίαΒέλγιοΟλλανδίαΛουξεμβούργο - με στόχο τη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας κατά την μεταπολεμική περίοδο. Ορόσημο στη σύνταξη της ΚΑΠ αποτέλεσε το 2023, με την ενεργοποίηση του κινήματος των αγροτών, όταν το 5ετές πρόγραμμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής – ΚΑΠ όρισε παραμέτρους σχετικές με την παραγωγικότητα, την βελτίωση των κερδών των αγροτών και, κυρίως, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής - όπως το σχέδιο Farm to Fork, που προβλέπει την μετατροπή του 25% των καλλιεργειών σε βιολογικές εντός του 2030, ή τα μέτρα του νόμου αποκατάστασης της φύσης - Nature restoration Law - που δεσμεύουν ως μη εκμεταλλεύσιμο το 20% της χερσαίας και θαλάσσιας έκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης - οι οποίες παραμένουν ασυμβίβαστες με την πραγματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του κόσμου της αγροκτηνοτροφίας. Η Επιτροπή φον ντερ Λάϊεν, που ανέλαβε τον Σεπτέμβριο 2019, δημιουργήθηκε με στόχο να καταστήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως το πιο «πράσινο» μπλοκ κρατών στον κόσμο. Μέχρι τώρα κατόρθωσε να εγκρίνει τον νόμο για το κλίμα, που υποχρεώνει την Ένωση να μειώσει τις καθαρές εκπομπές κατά 55% έως το 2030 και να τις εξαλείψει έως το 2050, αλλά και να ξεσηκώσει τον κόσμο της αγροκτηνοτροφίας που απειλεί στην πραγματικότητα τον φέροντα άξονα της ευρωπαϊκής πολιτικής ισορροπίας.
 
«Εθελοτυφλούμε εδώ και χρόνια με τους αγρότες που αναγκάζονται να αφήσουν τα φρούτα να σαπίσουν στα δέντρα, γιατί είναι ακριβή η συγκομιδή τους. Αγρότες που από απελπισία έχουν χύσει το γάλα τους στους δρόμους. Αγρότες που πωλούν στην ίδια τιμή όπως πριν από δέκα χρόνια και οι οποίοι συντρίβονται από τη μεγάλη διανομή. Και έτσι η δυσφορία εξερράγη, κατευθυνόμενη (έντεχνα) σε λάθος στόχο : στην οικολογική μετάβαση και στα ιερά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος», δήλωσε η διευθύντρια του Slow Food Italy. «Πρέπει να δράσουμε τώρα για να καταπολεμήσουμε την κλιματική κρίση, να οικοδομήσουμε ξανά μια αρμονική και λογική σχέση με τη φύση, να αποκαταστήσουμε τη γονιμότητα των ευρωπαϊκών εδαφών, να παράγουμε με σεβασμό στα ζώα και το περιβάλλον… Πρέπει όμως να στηρίξουμε αυτούς που παράγουν την τροφή μας ακολουθώντας αγροοικολογικές πρακτικές και να στηρίξουμε όλους τους άλλους, ενεργοποιώντας κοινά μονοπάτια… Χωρίς μια οικολογική και ταυτόχρονα κοινωνική μετάβαση και αναγέννηση, η γεωργία μας θα χάνει και θα βρίσκεται όλο και περισσότερο στο έλεος των πολυεθνικών και των διαθέσεων της αγοράς. Και επίσης όλοι θα χάσουμε την ευκαιρία για ένα μέλλον ομορφιάς, γιατί δεν είμαστε εμείς που θα σώσουμε τη φύση αλλά η Φύση που θα σώσει εμάς !»
 
Πίσω από το διογκούμενο κίνημα διαμαρτυρίας σε όλη την Ευρώπη, διαφαίνονται τα όρια ενός χρεωκοπημένου συστήματος, με σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, που δεν επιδέχεται εμβόλιμα ή και περιστασιακά μέτρα βελτίωσης, αλλά απαιτεί την συνολική του αναδιάρθρωση αποκλειστικά και μόνο μέσω οικολογικά συμφερουσών προσεγγίσεων όπως εκείνη της αγροοικολογίας.
- Της αγροοικολογίας ως ολιστικής προσέγγισης στα αγροσυστήματα και στα συστήματα τροφίμων, στη γεωργία, τη μεταποίηση, τη διανομή και την κατανάλωση προϊόντων διατροφής σε σχέση με την κοινωνία και τη φύση.
- Της αγροοικολογίας ως μοναδικού εργαλείου δραστικής αλλαγής πλεύσης ως προς το ισχύον μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, αναγκαίου σε περιόδους έξαρσης του οικολογικού ζητήματος, βαθιάς κοινωνικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής και κλιματικής κρίσης, για την διασφάλιση της επισιτιστικής αυτονομίας και της κοινωνικής και κλιματικής δικαιοσύνης.

 Ο «ρηχός» περιβαλλοντισμός, εν τέλει, είναι ασύμβατος όχι μόνο με τη δίκαιη αγροκτηνοτροφία αλλά και με την ίδια την οικολογία !

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου